Τα σύνδρομο Williams είναι μία σπάνια γενετική διαταραχή που προκαλεί πολλά αναπτυξιακά προβλήματα κότερα προκαλεί προβλήματα στην καρδιά και στα αιμοφόρα αγγεία μυοσκελετικά προβλήματα και μαθησιακές δυσκολίες.
Για πρώτη φορά περιγράφεται στη Μεγάλη Βρετανία μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίζεται περίπου σε ένα στα 7500 άτομα.
Παρά τη γενετική σύνδεση κάποιος μπορεί να γεννηθεί με το σύνδρομο χωρίς να έχει σχετικό οικογενειακό ιστορικό.
Τυχαίες γενετικές μεταλλάξεις ευθύνονται για την εμφάνιση του συνδρόμου ενώ κατά 50% οι ασθενείς κληροδοτούν την πάθηση στα παιδιά τους. Υπεύθυνη για την εμφάνιση του συνδρόμου είναι η έλλειψη του χρωμοσώματος 7 από τον οργανισμό του ατόμου.
Τα χαρακτηριστικά των ατόμων με σύνδρομο Williams, περιλαμβάνουν
– συγκεκριμένη μορφολογία προσώπου με ευρύ στόμα και μικρή ή προς τα πάνω μύτη με γεμάτα χείλη και αραιά δόντια
– κολικούς ή προβλήματα σίτισης
– ΔΕΠΥ
-μαθησιακές δυσκολίες
– δάχτυλα χεριών με κάμψη προς τα μέσα
– χαμηλό ανάστημα
– συγκεκριμένες φοβίες
– καθυστέρηση του λόγου
– σκαφοειδής θώρακας
– νοητική υστέρηση ποικίλων βαθμών
-χαμηλό βάρος γέννησης και αδύναμος μυϊκός τόνος
– ανωμαλίες των νεφρών
– πρεσβυωπία
Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τα άτομα με σύνδρομο Williams, παρουσιάζουν ευαισθησία σε δυνατούς ήχους και αποστροφή για οποιαδήποτε σωματική επαφή. Επιπλέον, δείχνουν υπερβολικά φιλικά και εκδηλώνουν σημαντικό και πηγαίο ενδιαφέρον για τη μουσική.
Στις μακροπρόθεσμες επιπλοκές ιατρικές καταστάσεις που συνοδεύουν το σύνδρομο επηρεάζει το προσδόκιμο ζωής των ατόμων με Williams. Οι εναποθέσεις ασβεστίου μπορεί να δημιουργούν νεφρικά προβλήματα στους συγκεκριμένους ασθενείς. Η στένωση των αιμοφόρων αγγείων μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια. Η πλειονότητα των ασθενών έχει κάποιου είδους νοητική υστέρηση.
Η πάθηση διαγιγνώσκεται τυπικά απ τα σωματικά χαρακτηριστικά των ατόμων, ενώ ειδική εξέταση-η φθορίζουσα in situ υβριδοποίηση (FISH) επιβεβαιώνει τη διάγνωση του συνδρόμου μέσω ειδικής γενετικής ανάλυσης.
Για την αντιμετώπιση του συνδρόμου δεν υπάρχει ακόμα αποδεδειγμένη και πλήρως αποτελεσματική ίαση. Η θεραπεία περιλαμβάνει ανακούφιση από τα σχετιζόμενα συμπτώματα. Η ψυχοθεραπεία του ατόμου και της οικογένειας, η φυσικοθεραπεία και η λογοθεραπεία σε συνδυασμό με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή βελτιώνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής του ατόμου. Συγκεκριμένο πρωτόκολλο δεν υπάρχει για την θεραπευτική αντιμετώπιση, αλλά αυτή στηρίζεται στα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου.
Κάποιοι ασθενείς αναπτύσσουν σταδιακά ένα βαθμό αυτονομίας με αρκετές δεξιότητες απαραίτητες για την καθημερινή ζωή ενώ άλλοι χρήζουν διαρκής φροντίδας.